- τανύεις
- τανύωstretchfut ind act 2nd sg (epic)τανύωstretchpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταυροφανώς — Μ επίρρ. σταυροειδώς («σταυροφανῶς τανύεις παλάμας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + φανῶς (< φανής < φαίνω / φαίνομαι)] … Dictionary of Greek